Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ο ΤΡΟΠΑΙΟΦΟΡΟΣ
Ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυς Γεώργιος ὁ Τροπαιοφόρος ἀνήκει στή χορεία τῶν μεγαλομαρτύρων καί εἶναι ἀπό τούς λαοφιλεστέρους Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἔζησε κατά τά τέλη τοῦ 3ου αἰῶνος μ.Χ. καί τάς ἀρχάς τοῦ 4ου ἐπί τῆς βασιλείας τοῦ Διοκλητιανοῦ. Ἡ ἐποχή του ὑπῆρξε ἐποχή σκληρῶν διωγμῶν καί ἐξοντωτικῶν κατά τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως. Ὁ Γεώργιος εἶχε μεγάλο ἀξίωμα. Ἦτο κόμης καί διακρινόταν σ' ὅλες τίς στρατιωτικές ἐπιχειρήσεις γιά τήν γενναιότητά του καί τήν ἀνδρεία του. Παρ' ὅλη τή δόξα ὅμως καί τίς τιμές δέν ἀρνήθηκε νά θυσιάση τά πάντα καί νά ὁμολογήση μέ παρρησία ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος καί πολλῶν ἀρχόντων τήν χριστιανική του πίστιν. Ὑπέμεινε βασανιστήρια πολλά καί φρικτά πού στό τέλος τόν ἀνέδειξαν Μεγαλομάρτυρα. Πολλοί ναοί τιμῶνται ἐπ' ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, δεῖγμα κι' αὐτό τῆς ἀγάπης τοῦ λαοῦ πρός τόν Ἅγιον, καί πολλοί φέρουν τό ὄνομά του. Δεῖγμα τιμῆς ἀπό μέρους μας πρός τόν Ἅγιον εἶναι βέβαια καί ὁ ἑορτασμός τῆς μνήμης του καί αἵ πανηγύρεις, ἀλλά πιό μεγάλο δεῖγμα τιμῆς εἶναι ἡ μίμησις τῆς ἁγίας ζωῆς του, γιατί «τιμή μάρτυρος» εἶναι ἡ «μίμησις μάρτυρος». Μίμησις τῆς ὁμολογίας, τῆς μαρτυρικῆς, τῆς ἁγίας ζωῆς του.
Ὁ Μεγαλομάρτυς Γεώργιος γεννήθηκε στήν Καππαδοκία ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς, καί ἔμεινε ὀρφανός ἀπό πατέρα σέ ἡλικίαν δέκα ἐτῶν. Ἡ μητέρα του τόν ἔφερε μαζί της στήν Παλαιστίνη ὅπου ἦταν ἡ Πατρίδα της καί εἶχε καί τά κτήματά της. Ὁ Γεώργιος καίτοι νεαρός κατατάχθηκε στό στρατό, ὅπου μάλιστα προήχθη σέ μεγάλα ἀξιώματα, ὥστε νά παίρνει μέρος καί στίς συνελεύσεις τῶν ἀνωτάτων ἀξιωματούχων τοῦ Κράτους. Ὁ Διοκλητιανός τόν ἐκτιμοῦσε πολύ. Ἀπό τήν ἐποχή τοῦ αὐτοκράτορος Δεκίου μέχρι τήν ἐποχή πού ἀνέλαβε τόν θρόνον ὁ Διοκλητιανός, τό 284 μ. Χ., ἡ Χριστιανική Ἐκκλησία ἐπειδή εἶχε εἰρήνη αὐξήθηκε πάρα πολύ. Οἱ Χριστιανοί εἶχαν πάρει πολλές δημόσιες θέσεις, εἶχαν κτίσει πολλούς καί μεγάλους ναούς, εἶχαν κτίσει σχολεῖα καί εἶχαν ὀργανώσει καί τήν διοίκηση καί τήν διαχείρισι τῶν ἐκκλησιῶν καί τῆς Φιλανθρωπίας.
Ὁ Διοκλητιανός ὅταν ἀνέλαβε τά καθήκοντά του ἐργάσθηκε στήν ἀρχή γιά τήν ὀργάνωσι τοῦ ἀχανοῦς κράτους του. Προσέλαβε στρατηγούς ὡς βοηθούς του καί τούς ὀνόμασε αὐτοκράτορες καί Καίσαρες καί ἀφοῦ πέτυχε νά ὑποτάξη τούς ἐχθρούς τοῦ κράτους του, καί νά σταθεροποιήση τά σύνορά του, στράφηκε στά ἐσωτερικά ζητήματα. Δυστυχῶς στράφηκε ἐναντίον τῆς Χριστιανικῆς θρησκείας γιά ν' ἀνορθώση τήν εἰδωλολατρίαν καί θεοποιήση τήν ἰδέα τοῦ αὐτοκράτορος. Γι΄ αὐτό λοιπόν τόν λόγον ἐκάλεσε τούς βοηθούς τοῦ Καίσαρα τό 303 μ. Χ. καί τούς στρατηγούς στήν πρωτεύουσα τοῦ Ἀνατολικοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους σέ τρεῖς γενικές συγκεντρώσεις. Μεταξύ τους βρισκόταν καί ὁ Γεώργιος πού διακρίθηκε πολλές φορές στούς πολέμους.
Συγκεντρώθηκαν λοιπόν ὅλοι, γιά νά πάρουν ἀποφάσεις γιά τήν ἐξόντωσι καί τόν ἀφανισμό τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Πρῶτος μίλησε ὁ Διοκλητιανός καί ἐπέβαλε σ' ὅλους ν' ἀναλάβουν τόν ἐξοντωτικό ἀγώνα ἐναντίον τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὅλοι ὑποσχέθηκαν ὅτι θά καταβάλουν κάθε προσπάθεια, γιά νά ἐξαλείψουν τήν Χριστιανική θρησκεία ἀπό τό Ρωμαϊκό Κράτος. Τότε ὁ γενναῖος Γεώργιος στάθηκε στόν μέσον του συνεδρίου καί εἶπε:
«Γιατί, βασιλεῦ καί ἄρχοντες, θέλετε νά χύσετε αἷμα δίκαιον καί ἅγιον καί νά ἐξαναγκάσετε τούς χριστιανούς νά προσκυνοῦν καί νά λατρεύουν τά εἴδωλα;» Καί διεκήρυξε τήν ἀλήθεια τῆς Χριστιανικῆς θρησκείας καί τήν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Μόλις τελείωσε, συγχύσθηκαν ὅλοι μέ τήν ὁμολογία του αὐτή, καί προσπάθησαν νά τόν πείσουν νά μετανοήση γιά ὅσα εἶπε γιά νά καταπραϋνθῆ καί ὁ Διοκλητιανός. Ἀλλά ὁ Γεώργιος ἦταν σταθερός καί μέ θάρρος διεκήρυττε τήν χριστιανικήν πίστιν του. Ὠργισμένος ὁ Διοκλητιανός διέταξε νά τόν κλείσουν στήν φυλακή μετά ἀπό πλῆθος μαρτυρίων ὁ Γεώργιος μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ ἔμενε ἀλώβητος . Τό γεγονός ἐντυπωσίασε καί προκάλεσε θαυμασμό καί ἐνθουσιασμό στό λαό πού φώναζε ὅτι «ὁ Θεός τοῦ Γεωργίου εἶναι Μεγάλος». Καί ὁ Διοκλητιανός ζήτησε ἐξηγήσεις ἀπό τόν Γεώργιον, ποῦ ἔμαθε τίς μαντικές τέχνες καί πῶς τίς χρησιμοποιεῖ. Ὁ Γεώργιος τότε τοῦ ἀπάντησε ὅτι ἦταν τά γεγονότα ἀποτελέσματα τῆς Θείας Χάριτος καί Δυνάμεως καί ὄχι ἔργα μαγείας καί γοητείας.
Ὁ Διοκλητιανός ὠργισμένος διέταξε νά τοῦ φορέσουν πυρακτωμένα παπούτσια μέ σιδερένια καρφιά καί νά τόν ἐξαναγκάζουν νά περιπατῆ. Καί ὁ ἅγιος προσευχόταν καί περιπατοῦσε χωρίς νά πάθη τίποτα. Πάλιν διέταξε νά τόν φυλακίσουν καί σκέφθηκε νά συγκαλέση τούς ἄρχοντες, γιά νά συσκεφθοῦν τί ἔπρεπε νά κάμουν στόν Γεώργιον. Καί ἀφοῦ τόν ἔδειραν τόσον πολύ μέ μαστίγια καί κατεπλήγωσαν ὁλόκληρό το σῶμα τοῦ ἁγίου, τόν παρουσίασαν στόν Διοκλητιανό, ὁ ὁποῖος ἔμεινε ἔκπληκτος βλέποντας τόν Γεώργιον νά λάμπη σάν Ἄγγελος. Σκέφθηκε λοιπόν, ὅτι αὐτό τό φαινόμενο γίνεται μέ τίς μαγεῖες. Γι' αὐτό κάλεσε τόν μάγον Ἀθανάσιον, γιά νά λύση τά μάγια τοῦ Γεωργίου.
Ἦλθε πράγματι ὁ μάγος Ἀθανάσιος καί κρατοῦσε στά χέρια τοῦ δυό πήλινα ἀγγεῖα, στά ὁποῖα ὑπῆρχε δηλητήριο. Μάλιστα στό πρώτον ὑπῆρχε τό δηλητήριο πού ἄν τό ἔπινε κανείς θά τρελαινόταν καί στό δεύτερο, τέτοιο, ὥστε πίνοντάς το νά πεθάνη. Πράγματι ὁδήγησαν τόν ἅγιο στό Διοκλητιανό καί στόν μάγο Ἀθανάσιον. Ὁ βασιλεύς διέταξε νά τοῦ δώσουν νά πιῆ τό πρώτο δηλητήριο. Καί ὁ ἅγιος χωρίς δισταγμό ἤπιε τό δηλητήριο τοῦ πρώτου δοχείου ἀφοῦ προηγουμένως προσευχήθηκε λέγοντας «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός ἠμῶν, ὁ εἰπῶν “κἂν θανάσιμόν τι πίωσιν, οὐ μή αὐτούς βλάψει” θαυμάστωσον νῦν τά ἐλέη σου». Καί δέν ἔπαθε τίποτα ἀπολύτως.
Μόλις εἶδαν ὅτι δέν ἔπαθε τίποτα, ὁ βασιλεύς διέταξε νά τοῦ δώση ὁ μάγος καί τό δεύτερο τό θανάσιμο. Τό ἤπιε καί αὐτό χωρίς νά πάθει τό παραμικρό. Τότε ὅλοι ἔμειναν ἔκπληκτοι μόλις εἶδαν τό θαῦμα αὐτό. Ὁ Διοκλητιανός ἐξακολουθοῦσε νά ἐπιμένει ὅτι γιά νά μήν πεθάνει ὁ Γεώργιος εἶχε δικά του μάγια. Ὁ μάγος Ἀθανάσιος πού ἤξερε πόσο δραστικά ἦταν τά δηλητήρια πού ἔδωσε στόν Ἅγιο Γεώργιο ἀφοῦ ἐγονάτισε μπροστά στόν μάρτυρα ὠμολόγησε τήν Πίστη του στόν Ἀληθινό Θεό. Τότε ὁ Διοκλητιανός διέταξε καί φόνευσαν τόν Ἀθανάσιο ἀμέσως. Ἐκείνη τήν στιγμή ἔφθασε καί ἡ γυναίκα τοῦ Διοκλητιανοῦ Ἀλεξάνδρα, ἡ ὁποία ὠμολόγησε τήν πίστη της στόν Ἀληθινό Θεό. Καί ὁ σκληρός καί ἄκαρδος Διοκλητιανός διέταξε νά τήν φυλακίσουν καί τήν ἑπομένην νά τῆς κόψουν τό κεφάλι. Ἡ Ἀλεξάνδρα ἐνῶ προσευχόταν στήν φυλακή παρέδωσε τήν ψυχή της στά χέρια τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἅγιος Γεώργιος κλείσθηκε στήν φυλακή καί τήν νύκτα εἶδε στό ὄνειρό του τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος τοῦ ἀνήγγειλε ὅτι θά πάρει τόν στέφανον τοῦ μαρτυρίου καί θά ἀξιωθεῖ τῆς αἰωνίου ζωῆς. Σάν ξημέρωσε διατάχθηκαν οἱ στρατιῶτες νά παρουσιάσουν μπροστά του τόν ἅγιον.
Πράγματι ὁ Ἅγιος Γεώργιος βάδιζε γεμάτος χαρά πρός τόν βασιλιά, ἐπειδή προγνώριζε ὅτι ἔφθασε τό τέλος του. Μόλις λοιπόν τόν ἀντικρυσε ὁ Διοκλητιανός τοῦ πρότεινε νά πᾶνε στό ναό τοῦ Ἀπόλλωνος γιά νά θυσιάση στό εἴδωλό του. Ἀφοῦ μπῆκε ὁ Γεώργιος στό ναό ἐσήκωσε τό χέρι του καί ἀφοῦ ἔκανε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ διέταξε τό εἴδωλο νά πέσει.
Ἀμέσως τό εἴδωλο ἔπεσε καί κομματιάσθηκε. Ὁ ἱερέας τῶν εἰδώλων καί ὁ λαός τόσο πολύ θύμωσαν πού φώναζαν στόν Βασιλιά νά θανατώση τόν Γεώργιο. Ὁ Διοκλητιανός ἐξέδωκε τότε διαταγή, καί ὁ δήμιος του ἀπέκοψε τήν κεφαλή.
Αἰδεσιμολογιώτατος Πρεσβύτερος
π. Βασίλειος Ντίνος